
Τώρα με την κρίση, πιάσαμε δουλειά-ξεπέτα στην κεντρική πλατεία για τις γιορτές. Εγώ, και η ψηλή. Στο χωριό του λεγόμενου Άι Bill. Και έρχονται παιδάκια. Με τις μανάδες τους. Και τις γιαγιάδες τους. Τα ξαδερφάκια τους. Το αρκουδάκι τους. Το κουβερτάκι τους- για όσους δεν ξέρουν, το λεγόμενο "βαβά". Και φυσικά, περιστασιακούς μπαμπάδες, οι οποίοι:
α. Βγαίνουν καθε τρία λεπτά για τσιγάρο έξω σαν να κάνουν διαγωνισμό καρκίνου - "πόσα κάπνισες Θανάση?" -"8 σε μισή ώρα"-"εγώ 9, έχασες!"
β. Τα παρατάνε -πιο ειλικρινής επιλογή απο το 'α.' μέν- και πάνε για ουίσκια στο απέναντι μπαράκι και γυρίζουνε μετά απο 3 ώρες χαρούμενοι και τόσο αεράτοι που φοβάμαι μην αρπάξουν κανένα άλλο, ξένο παιδάκι και το πάρουνε σπίτι μόνο και μόνο επειδή το λένε Γιωργάκι...."Γιωργάκιιιι...", φωνάζει ο μεθύστακας, έρχεται ένα Γιωργάκι, και σαν να σκέφτεται μέσα στην χαρά της ουισκάδας το Μουλαρομούλαρο: "καλό είναι, ακούει κι όλας, αυτό θα κρατήσω".
Εμείς, έχουμε αρμοδιότητα να φτιάχνουμε την χειροτεχνεία, το καπελάκι, την καρτούλα, το γράμμα στον Άι Bill, το άσε το ψαλίδι Κωστάκι θα βγάλεις το μάτι σου.... και πάει λέγοντας....Και σε όλο αυτο το πανηγυράκι υπάρχει ένα κλίμα:"δεν έχει την ευθύνη κανείς". Αλήθεια. Αυτός ο κύριος, έστεισε την τέντα, έβγαλε ένα φυλλάδιο με ώρες λειτουργίας 24/7 και είσοδο 5 αργύρια, και υπόσχεται breathtaking θεατρική παράσταση, εξειδικευμένους παιδαγωγούς και παιδοψυχολόγους, κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Χωρίς να έχει τίποτα απο αυτά. Μόνο την τέντα. Και έφυγε.
Στην πραγματικότητα, σκάς τον παρά, να τον πάρεις πίσω περίπτωση καμία δεν υπάρχει, οπότε το βουλώνεις, κάθεσαι σε πλαστική καρέκλα με το μούλικο και παρακολουθείς σκερτσάκι Χιονάτη-Πινόκιο, γεμίζεις χρυσόσκονη, κόλλα, κομμένα χαρτάκια και νεύρα. Αυτός είναι ο δικός μας ο τομέας, και η αλήθεια είναι ότι κάνουμε τη δουλειά μας σωστα. Δεν φεύγει μούλικο απο τα χέρια μας αν δεν καταστρέψει το μπουφάν με ΟΎΧΟΥ (η οποία μόλις την καταπιούν γίνεται κόλλα ΓΚΟΎΧΟΥ) και αν δεν εισπνεύσει χρυσόσκονη. Εγώ πλέον την σνιφάρω για να φτιαχτώ. Να δείς που θα γίνει το πιο trend ναρκωτικό της γενιάς του 2005. Και είναι και πιο φτηνή απο την βενζίνη αν μη τι άλλο.
Εδώ να προσθέσω ότι οι καρδούλες που ζωγραφίζει η ψηλή είναι σαν κρεμασμένα βυζιά ανάποδα και τα χριστουγεννιάτικα δεντράκια σαν σκαντζόχοιροι. Για τα καμπανάκια δεν θα πώ τίποτα, απλά φανταστείτε παιδάκι νηπιαγωγείου να ζωγραφίζει φαλούς που αναδύονται μέσα απο κάτι ημιστρόγγυλο. Και της φωνάζουνε τα σκασμένα: "Μη με βοηθάτε κυρία, θα μου το χαλάσετε πάλι"
ΜΑ ΤΙ ΘΕΛΟΥΝ ΤΗΝ ΓΚΟΥΈΡΝΙΚΑ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ?
Τους δίνει τα καμπανάκια-πούτσες και τα πεσμένα βυζιά (ανάποδα) και με ύφος "αρκετά ασχολήθηκα μαζί σας", πάει να καλωσορίσει επόμενο παιδάκι, να καταστρέψει άλλη μια παιδική αθωότητα. Οι ηθοποιοί είναι 4 πλάσματα (θεέ μου σχώρα-με) που τσιρίζουν με φωνές μεταγλωτισμένων παιδικών του 'cartoon tv' (όποιος θυμάται το "cartoon tv" αρχές-μέσα του 90' του βγάζω το καπέλο- τι σκατά, μόνο εγώ το έβλεπα αυτό το μαλακοκάναλο...?) και -συνεχίζω- έχουν σκαρφιστεί παραλαγή Χιονάτης με κινητό τηλέφωνο για να γλιτώσουν δράση- τύπου:"ντρίν ντρίν"-"ποιός είναι?"-"ο πρίγκιπας του παραμυθιού λέει να φωνάξουμε τη Χιονάτη να βγεί έξω να χαμουρευτούνε, αλλά αυτή έχει πάθει κώμα απο το μήλο. Τι να κάνουμε?"-"Νικολάκι, φίλα τη Χιονάτη εσύ να τελειώνουμε με τη χαμούρα". Τη φίλησε ο Κωστάκης, σηκώθηκε η Βουλγάρα μας Snowhite και είπε σε σπαστά ελληνικά:
-"Είναι το πρίγκιπα?"
-"ναιιιι..." λένε τα μπάσταρδα.
-"και εγώ νόμιζα ψέμα ήτανε, όνειρο νόμιζα το πρίγκιπα"
-"όοοχιιι.." απαντάνε τα μπάσταρδα.
Και αρχίζει να τρέχει πρός τα έξω η Βουλγάρα. Και εγώ που νόμιζα οτι μπήκε στο village του Santa κανας μπάτσος και της ζήτησε τα χαρτιά της και έτρεξε να φύγει μην την μπαγλαρώσουν. Το πρίγκιπα ήτανε. Και εγώ αναρωτιέμαι. Αν επωάζει ανεμοβλογιά το Νικολάκι και κολλήσει τη Βουλγάρα και δεν έχουμε Χιονάτη, τι θα κάνουμε? Θα την πέρνουμε κι αυτή τηλέφωνο σαν τον πρίγκιπα και θα βγαίνει όλο το παραμύθι με χορηγία της vodafone?
Κάτω το πάτωμα είναι υγρό και κρύο. Έχει βάλει ψεύτικο μοκετίνι-αφρολέξ στο μάρμαρο της πλατείας και τη βρόχα ούτε που την υπολόγισε. Μείον 3 μέσα, 18 απ'έξω- σε βαθμούς κελσίου ο υπολογισμός για να μην μπερδευόμαστε. Ήρθε κι έκατσε η υγρασία και έχει γίνει ινγκλού το χωριό του Santa. Αφού μία άλλη "συνάδελφος" - όχι η ψηλή- το τελευταίο δίωρο είχε κάτσει σε μία καρέκλα και ψέλλιζε: "κρυώωωνω" σαν το trainspotting. Και να πείς οτι δεν έβλεπε μωράκια, έβλεπε. Πολλά μωράκια.
Αν έχει κανείς καμία ιδέα για χριστουγεννιάτικα δώρα, ας μιλήσει τώρα, αλλιώς να σωπάσει για πάντα, γιατί όλα τα μαλακισμένα ζητάνε το σπιτάκι του Μίκι Μάους και βαρέθηκα να γράφω το ίδιο γράμμα στον Άι Bill again and again (Άι Σιχτίρ έπρεπε να τον λένε τον ρουφιάνο). Σε ποντικότρυπα ζεί ο Μίκι, μαζί με τη Μίνι, μέσα στα σκατά και τα σκουλήκια. Ή πίσω απο τα ντουλάπια καμιάς κουζίνας, όπως και ο δικός μας ο πόντιξ στο σπίτι.
Η συγκάτοικος Β. ισχυρίζεται ότι το δικό μας το αρούρι είναι ο Ratatouille, κι έτσι δεν το σκοτώνουμε. Άν δω όμως να φέρνει και την παρέα του, θα του κομματιάσω την σπονδυλική στήλη και θα τον κάνω να ξεράσει τα εντεράκια του, όσο καλά κι αν μαγειρεύει. Κι άν δεν το έχω κάνει ακόμα, είναι γιατί λυπόμουν την μπέζ μοκέτα. Αλλά έμαθα οτι φέτος είναι της μόδας το ροδομπουρδελοκόκκινο και χαλάρωσα.
ΚΑΛΉ ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΣ.
Υ.Γ.: Ναι, για όσους αναρωτιέστε, μου φόρεσαν στολή του Άι Βασίλη. Υποσημείωσης, είμαι 1.60 με τα χέρια ανάταση και 60 κιλά με πέτρες στα χέρια. Φανταστείτε τι χαρά κάνουν τα παιδάκια όταν με βλέπουνε. Μου δίνουν τις σοκολάτες τους. Τίποτα δεν αγγίζω. Θυμάμαι τις μαγουλάδες που πέρασα πέρυσι, και αποφάσισα οτι άλλη μια παιδική αρρώσστια ως ενήλικα θα με σκοτώσει.
Ι.Τ.